στενοχωρεῖσθαι

στενοχωρεῖσθαι
στενοχωρέω
to be straitened
pres inf mp (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σφιγμός — ὁ, ΜΑ [σφίγγω] μσν. συνώθηση, σπρώξιμο («ὁ κόσμος ὅλος παρῆν, ὠς καὶ πάντα στενοχωρεῑσθαι τῷ ὄχλῳ καί τινας καὶ ἐκλιπεῑν τῷ πολλῷ τοῡ σφιγμοῡ», Ευστ.) αρχ. σφίξιμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”